Υποκατάστατα γεύματος με ω-3 στο διαβήτη

 

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ είναι νόσος, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών και εκφράζεται με αύξηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης στο αίμα.

Η αύξηση αυτή οφείλεται αφενός στην αυξημένη αντίσταση στην δράση της  ινσουλίνης και αφετέρου στη  διαταραχή της έκκρισης ινσουλίνης. 

Ο διαβήτης  τύπου ΙΙ αφορά περίπου το 90% των διαβητικών, εμφανίζεται κυρίως σε παχύσαρκα άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 40 ετών.

 

Ο Ρόλος των υποκατάστατων γεύματος

 

Τα υποκατάστατα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της  παχυσαρκίας.

Στοχεύουν, στη ρύθμιση της ισορροπίας του οργανισμού, μέσω της μείωσης της αντίστασης της ινσουλίνης, που είναι η κύρια αιτία για την εμφάνιση της παχυσαρκίας. 

Η μέθοδος στηρίζεται στην αντικατάσταση δύο γευμάτων με υποκατάστατα, που είναι   υποθερμιδικά (220kcal)  αλλά  υπερθρεπτικά και ενός καθορισμένου γεύματος.

 Έτσι  επιτυγχάνεται απώλεια σωματικού βάρους και  πάνω από 5% μείωση του  σωματικού λίπους. 

Οι έρευνες έχουν δείξει ότι μείωση αυτής της τάξεως, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών- επιπλοκών οφειλόμενες στην παχυσαρκία.

Τα υποκατάστατα γεύματος, που περιέχουν ω-3 λιπαρά οξέα ασκούν διπλή προστατευτική δράση.

Αφενός μεν,  μέσω της απώλειας  του σωματικού βάρους και της μείωσης του σωματικού λίπους και αφετέρου δε,  μειώνοντας τους παράγοντες κινδύνου της στεφανιαίας νόσου στο γενικό πληθυσμό, μέσω πολλαπλών ευεργετικών επιδράσεων όπως: λιπίδια του ορού, αρτηριακή πίεση και προστασία του καρδιαγγειακού  συστήματος.

Επομένως είναι κατάλληλα για την ενίσχυση της θεραπείας των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, καθώς και για  πρωτογενή πρόληψη, μιας  και ο διαβήτης καθιστά αυτή την ομάδα ασθενών, υψηλού κινδύνου για μικροαγγειακές και μακροαγγειακές επιπλοκές, όπως  έμφραγμα  μυοκαρδίου, διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, διαβητική νεφροπάθεια κ.λ.π. 

 

Λιπαρά οξέα

 

Είναι οργανικά οξέα με αλειφατική αλυσίδα και καρβοξυλική ομάδα (COOH-).

Η αλειφατική ομάδα μπορεί να είναι κορεσμένη ή ακόρεστη, με έναν η περισσότερους διπλούς δεσμούς (PUFA).

Οι βιολογικές ιδιότητες των λιπαρών οξέων εξαρτώνται από το μήκος της αλυσίδας, τον αριθμό των διπλών δεσμών ( βαθμός κορεσμού), τη θέση τους καθώς και τη μορφή  τους cis/trans.

Τα πολυακόρεστα ανήκουν σε δυο διαφορετικές σειρές: ν-6 που προέρχονται από το λινολεικό οξυ ( LA) ως μεταβολικό πρόδρομο και ν-3 που προέρχονται από το a-λινολεικό οξυ (a-LNA).

Είναι απαραίτητα λιπαρά οξέα καθώς τα θηλαστικά δεν μπορούν να τα συνθέσουν από μόνα τους, με αποτέλεσμα να εισάγονται μόνο μέσω της διατροφής.

Το λινολεϊκό οξύ προσλαμβάνεται από τα φυτικά έλαια και  το a-λινολεϊκό οξύ από λάδι canola, καρύδια κ.τ.λ

Τα ν-6 και ω-3 λιπαρά οξέα αποτελούν θεμελιώδη συστατικά των φωσφολιπιδίων των κυτταρικών μεμβρανών.

Απελευθερώνονται μέσω της φωσφολιπάσης Α2 και μεταβολίζονται μέσω αντιδράσεων που καταλύονται από την κυκλοξυγενάση και λυπογενάση των εικοσανοειδών.

Η αύξηση των ω-3 μέσω της διατροφής προκαλεί μερική υποκατάσταση στη θέση των λιπαρών οξέων, μειώνοντας το ποσοστό του Αραχιδονικού οξέος (ΑΑ) σε φωσφολιπίδια της κυτταρικής μεμβράνης.

Αυτό έχει σαν συνέπεια τη μείωση των προστανοειδών ευνοώντας την σύνθεση των ασθενέστερων προστανοειδών και ειδικά  της θρομβοξάνης, (όπου σε αντίθεση με το Αραχιδονικό οξύ προέρχεται από το ΤΧΑ2), προσταγλαδίνες, λευκοτριένες  με αποτέλεσμα την αναστολή της συγκόλλησης των αιμοπεταλίων και την αγγειοσυσπαστική δράση.

Με τον έλεγχο της έκφρασης  διαφόρων  μεταβολικών γονιδίων μέσω του πολλαπλασιασμού των υπεροξεισωμάτων, ενεργοποιούνται υποδοχείς ν-3 και ω-3 λιπαρά οξέα τα οποία είναι σε θέση να ασκήσουν ισχυρή επιρροή στην κυτταρική ανάπτυξη και διαφοροποίηση και να μειώσουν την έκφραση γονιδίων που εμπλέκονται στη σύνθεση λιπιδίων και φλεγμονής  και ενδεχομένως να επηρεάσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη. 

Τα ω-3 φαίνεται να ελέγχουν την έκφραση  γονιδίων φλεγμονής, όπως μόρια προσκόλλησης , κυττοκίνες, αυξητικούς παράγοντες, καθώς επίσης τους έχουν αποδοθεί αντιαρρυθμικές ιδιότητες μέσω της διαφοροποίησης των δίαυλων ιόντων. 

Η αύξηση της οξείδωσης των λιπιδίων και η θερμογένεση από διατροφική πρόσληψη των ω-3 λιπαρών οξέων σχετίζεται με τη βελτίωση στην πρόσληψη της γλυκόζης, τη σύνθεση του γλυκογόνου στο σκελετικό μυ και την αύξηση της αποθήκευσης του γλυκογόνου, αποτελέσματα που υπάρχουν ενδείξεις συσχέτισης με τον  σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.

 

Επιδημιολογικές Μελέτες

 

Η επίπτωση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου ΙΙ έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα να είναι ένα από τα συχνότερα νοσήματα στις αναπτυγμένες κοινωνίες.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ  τείνει να λάβει επιδημικές διαστάσεις όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη (IDF).Η συνεχώς αυξανόμενη επίπτωση του διαβήτη και σε νεώτερες πλέον ηλικίες, ως  το αποτέλεσμα της αύξησης της επίπτωσης της παχυσαρκίας στους νέους,  και κυρίως  στα παιδιά, οδηγεί σε αυξημένη πιθανότητα, εμφάνισης επιπλοκών του διαβήτη σε πολύ νεώτερες ηλικίες.                             

Επιδημιολογικές παρατηρήσεις αναδεικνύουν τη σημασία των διατροφικών συνηθειών στην επίπτωση του διαβήτη.

Χαμηλός επιπολασμός εμφανίζεται στην Γροιλανδία, την Αλάσκα και  τα νησιά Φερόε. Στους πληθυσμούς αυτούς έχει καταγραφεί υψηλή πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων. Επιπλέον, άτομα από την Αλάσκα με διατροφή που στηρίζεται κυρίως στα ψάρια έχουν μειωμένη δυσανεξία στη γλυκόζη.

Ως εκ τούτου οι έρευνες επικεντρώνονται τόσο στην πρόληψη του σακχαρώδους διαβήτη, όσο στη θεραπευτική προσέγγιση της νόσου μέσω της λήψης ω-3 λιπαρών οξέων διαμέσου της τροφής ή συμπληρωμάτων διατροφής.

 

Υποκατάστατα με ω-3 και σακχαρώδης διαβήτης

 

Μελέτες  έχουν δείξει ότι η κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων ασκεί προστατευτική δράση στο καρδιαγγειακό σύστημα. Οι ασθενείς με  ΣΔ Ι  και  ΣΔ ΙΙ έχουν αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, λόγω των συσσωρευμένων παραγόντων κινδύνου. Η βελτίωση του έλεγχου του διαβήτη μειώνει τον κίνδυνο των μακροαγγειακών και μικροαγγειακών επιπλοκών.

Σύμφωνα με τις νέες αναθεωρημένες οδηγίες του 2012 της Αμερικάνικης Διαβητολογικής Εταιρείας (ADA), συστήνεται η τροποποίηση της υγιεινοδιαιτητικής αγωγής (διατροφής και τρόπου ζωής) για την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων στους ασθενείς με ΣΔ. Συγκεκριμένα, έμφαση δίνεται στον περιορισμό πρόσληψης διαμέσου της τροφής των κορεσμένων λιπαρών καθώς και των trans λιπαρών και της χοληστερόλης. Αντίθετα, συστήνεται η αυξημένη πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων καθώς και φυτικών στερολών και στανολών. Επίσης, συστήνεται η απώλεια βάρους (σε υπέρβαρους ή/και παχύσαρκους ασθενείς) καθώς και η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας. Όλα τα παραπάνω αποτελούν σύσταση Α της Αμερικάνικης Διαβητολογικής Εταιρείας, λόγω της απόδειξης της αποτελεσματικότητάς τους στη βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ των ασθενών με ΣΔ.

Επομένως, τα υποκατάστατα γεύματος που περιέχουν ω-3  έχει αποδειχθεί  ότι  προκαλούν αναστολή της ηπατικής  λιπογένεσης, μειώνουν την  ηπατική παραγωγή τριγλυκεριδίων,  ενισχύουν την κετογένεση και επάγουν την  οξείδωση των λιπαρών οξέων, τόσο στο ήπαρ όσο και στους  σκελετικούς μύες. Στο σύνολό τους αυτές οι επιδράσεις μπορούν να εξηγήσουν τη  βελτίωση στην πρόσληψη της γλυκόζης και την αύξηση ευαισθησίας στην ινσουλίνη. Η  ευαισθησία στην ινσουλίνη μπορεί να βελτιωθεί, ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων των λιπαρών οξέων στη  ρευστότητα της  μεμβράνης .

Η βελτίωση της πρόσληψης γλυκόζης μετά από αύξηση εμπλουτισμού με PUFA σχετίζεται με την αύξηση του χρόνου  παραμονής των GLUT4 στη μεμβράνη του πλάσματος το οποίο   οδηγεί σε αύξηση της ενδοκυττάριας δεξαμενής σε γλυκόζη-6-φωσφατάση και σε μια αύξηση της σύνθεσης γλυκογόνου στο σκελετικό μυ.

 

Eπίδραση στις επιπλοκές του Διαβήτη

 

Πειραματικές μελέτες που διεξήχθησαν σε διαβητικούς αρουραίους με  διαβητική νευροπάθεια, εκφυλιστική επιπλοκή που χαρακτηρίζεται από ηλεκτροφυσιολογική  ανωμαλία της νευρικής αγωγιμότητας λόγω  μείωσης της Να,Κ-ATΡάσης, έδειξαν ότι τα ω-3 μπορούν να τροποποιήσουν τη σύσταση των λιπαρών οξέων στις μεμβράνες του ισχιακού νεύρου.

Συμπέρασμα

 

Η χορήγηση υποκατάστατων γεύματος που περιέχουν ω-3 είναι πολλά υποσχόμενη τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών  με σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.